Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής κατά την Συζήτηση για την Κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2011.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2011.
Στην ολομέλεια της Ελληνικής Βουλής μίλησε ο Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, κ. Κωνσταντίνος Τσιάρας κατά την προχθεσινή δεύτερη ημέρα συζήτησης του νομοσχεδίου για την Κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2011.
Τα κυριότερα σημεία της ομιλίας του κ. Τσιάρα έχουν ως εξής:
«Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
η συζήτηση του Προϋπολογισμού, παραδοσιακά αποτελεί ένα θετικό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, όπου στην ουσία κρίνονται οι κυβερνητικές επιλογές στην οικονομική πολιτική, που ακολουθεί ή χώρα. Οι συνθήκες, βέβαια, κάτω από τις οποίες συζητείται ο φετινός Προϋπολογισμός είναι ιδιαίτερες, στη σκιά σοβαρών κοινωνικών αντιδράσεων. Η αγανάκτηση, η οργή, η ανασφάλεια και η απελπισία είναι συναισθήματα, που κυριαρχούν στους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι διαπιστώνουν, πως το βάρος της εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας το επωμίζονται για μια ακόμα φορά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι συνεπείς επιχειρηματίες της μεσαίας τάξης, όλοι όσοι εύκολα μπορούν να ελεγχθούν οικονομικά και φορολογικά, είναι αυτοί, που καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό και να υποστούν θυσίες. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πως το πολιτικό μας σύστημα πρέπει με υπευθυνότητα να διαχειριστεί αυτή την τόσο δύσκολη κατάσταση, καθώς φέρει ακέραια την ευθύνη να οδηγήσει τη χώρα σε ασφαλές μονοπάτι. Να απαντήσει με ειλικρίνεια στα ζητήματα, που απασχολούν τους έλληνες πολίτες, ούτως ώστε να γίνει πειστικό απέναντι τους.
Βεβαία, αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της πολιτικής έναντι των πολιτών, εκείνο που πρώτα από όλα οφείλουμε να πράξουμε είναι να αναλάβουμε τις ευθύνες, που μας αναλογούν. Και οι ευθύνες είναι διακομματικές και διαχρονικές, τουλάχιστον από τη Μεταπολίτευση και μετά. Οι προσπάθειες, κυρίως των συναδέλφων της κυβερνητικής πλειοψηφίας να πείσουν, πως η ευθύνη γι’ αυτά, που ζει σήμερα η ελληνική κοινωνία, ανάγεται αποκλειστικά στην περίοδο 2004-2009 και στην κυβερνητική θητεία της Νέας Δημοκρατίας, καθιστά τον πολιτικό μας λόγο περισσότερο αναξιόπιστο. Είναι σαν να υποστηρίζουν, πως ότι η σημερινή Κυβέρνηση, η οποία προέρχεται από ένα κόμμα, που κυβέρνησε για πολλά χρόνια τη χώρα, προήλθε από παρθενογένεση. Η πραγματικότητα όμως είναι, πως το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, σε παλαιότερες κυβερνητικές του θητείες, εξέθρεψε τις παθογένειες, που καλείται σήμερα να προσπεράσει. Οι λανθασμένες πολιτικές επιλογές των τελευταίων δεκαετιών, δημιούργησαν ένα δημόσιο τομέα υπερδιογκωμένο, τεράστιο και αντιπαραγωγικό, ο οποίος δυστυχώς στηρίζεται στις πλάτες λίγων φιλότιμων λειτουργών του. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπίσει τις σοβαρές στρεβλώσεις, που υπάρχουν στο δημόσιο τομέα η Κυβέρνηση, πρέπει να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό. Μονό έτσι θα μπορέσει να δώσει πειστικές απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα, που απασχολούν τους έλληνες πολίτες.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της πολίτικης απαξίωσης, η συζήτηση του Προϋπολογισμού, είναι σίγουρο, πως θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον, εάν κάποια στιγμή αποκτούσε μεγαλύτερη ουσία. Εάν δεν καλούμαστε κάθε χρόνο να επικυρώσουμε κάτι προαποφασισμένο, με ελάχιστα περιθώρια διαφοροποιήσεων, αφού η υπερψήφιση του Προϋπολογισμού συνιστά κάθε φορά de facto ψήφο εμπιστοσύνης για την Κυβέρνηση. Δυστυχώς η συζήτηση του Προϋπολογισμού εξαντλείται σε οικονομετρικά μεγέθη, που λίγο ενδιαφέρουν και γίνονται κατανοητά από τους πολίτες, που μας παρακολουθούν, και μας διαφεύγει η ουσία. Πως το 85% του Προϋπολογισμού αναλίσκεται σε ανελαστικές δαπάνες του δημόσιου και πως το πραγματικό πρόβλημα είναι η πιστή εκτέλεση του. Σχεδόν ποτέ, τα μεταπολιτευτικά χρόνια, δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως οι προϋπολογισμοί, οι οποίοι έχουν προταθεί και υπερψηφιστεί από την Εθνική Αντιπροσωπεία, φθάνοντας σε υπερβάσεις των αρχικών προβλέψεων, που δημιουργούν ελλείμματα και αυξάνουν το δημόσιο χρέος. Βεβαίως, κατά τη συνήθη διαδικασία, θα υπερψηφιστεί και ο συγκεκριμένος Προϋπολογισμός, μιας και, όπως ανέφερα νωρίτερα, συνιστά ψήφο εμπιστοσύνης προς τη σημερινή Κυβέρνηση.
Προσωπικά ενώνω και εγώ την φωνή μου, μαζί με όλους εκείνους τους συναδέλφους μου από το ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι ζήτησαν από την Κυβέρνηση να λάβει μέτρα ανάπτυξης. Κάτι που από καιρό έχει επισημάνει η Νέα Δημοκρατία. Ήδη από τον Μάιο, όταν έγινε η πρώτη συζήτηση για το Μνημόνιο, ήμουν από αυτούς, που υποστήριξαν, πως η ακολουθούμενη πολιτική οδηγεί την χώρα σε μεγάλη ύφεση. Δυστυχώς, κανείς από το υπεύθυνο οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης δεν το έλαβε σοβαρά υπόψη. Με αποτέλεσμα η σημερινή πραγματικότητα να περιγράφεται περισσότερο δυσοίωνη και περισσότερο τραγική από ποτέ.
Η Νέα Δημοκρατία και ο Πρόεδρος της, ο Αντώνης Σαμαράς, στέκονται με σοβαρότητα και ευθύνη απέναντι σε όσα συμβαίνουν. Απεφύγαμε συστηματικά να καταφύγουμε σε φθηνές αντιπολιτευτικές κορώνες λαϊκισμού, προσδοκώντας πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη. Και αυτό αποτελεί συνειδητή δική μας επιλογή. Γιατί αντιλαμβανόμαστε, πως μόνο μέσα από συγκεκριμένες θυσίες και σκληρές επιλογές θα μπορέσουμε να επαναφέρουμε τη χώρα μας στο σωστό δρόμο. Θυσίες όμως που πιάνουν τόπο, συνιστούν σοβαρές πολιτικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς να δοκιμάζουν τα όρια αντοχής των κοινωνικών εταίρων. Γι’ αυτό και προσφέραμε στήριξη, υπερψηφίζοντας πολλά από τα νομοσχέδια της κυβέρνησης, όταν διαπιστώναμε, πως αυτά είναι προς την σωστή κατεύθυνση, της ανάπτυξης και των διαρθρωτικών αλλαγών.
Κλείνοντας θα ήθελα να επαναλάβω, πως αυτό, που περιμένουν όλοι οι Έλληνες πολίτες, αυτό που προσδοκά η ελληνική κοινωνία, από το πολιτικό μας σύστημα είναι να απευθυνθεί σε αυτούς με ειλικρίνεια. Μόνο έτσι θα μπορέσει να ανακτήσει την αξιοπιστία του, την οποία έχει χάσει παντελώς. Γιατί στην πολίτικη, όπως και στην ζωή, το πιο δύσκολο και το πιο εύκολο πράγμα είναι η αλήθεια. Είναι προφανές, κύριοι συνάδελφοι, πως υπό τις παρούσες συνθήκες θα καταψηφίσω το συγκεκριμένο Προϋπολογισμό. Γιατί πιστεύω, ότι συνεχίζει μια πρακτική ανειλικρίνειας, που έπρεπε να έχει εγκαταλειφθεί εδώ και πάρα πολλά. Γιατί οι επιλογές του δεν πείθουν τους πολίτες, πως προσφέρουν διέξοδο από τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, που αντιμετωπίζει η χώρα.»