Στην εκδήλωση Πανθεσσαλικής Στέγης για την 138η επέτειο απελευθέρωσης της Θεσσαλίας (2019.12.1)
Κατά το χρησμό του Μαντείου των Δελφών «Γαίης μεν πάσης, το Πελασγικόν Αργος άμεινον».
Δηλαδή, «απ” ολο τον κόσμο η καλύτερη γη είναι θεσσαλική».
Είναι ο ίδιος ο χρησμός του Μαντείου, , που εξηγεί γιατί αυτή η γη, στο πέρασμα των αιώνων, διεκδικήθηκε τόσο πολύ, από τόσους πολλούς.
Από τα Βυζαντινά χρόνια, μέχρι το 1342, όταν παραχωρήθηκε μέρος της Θεσσαλίας στους Σέρβους μέχρι την άλωση της Κώνσταντινούπολης.
Και από την Άλωση της Πόλης, μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, οι Θεσσαλοί διαγράψαμε μια πολυκύμαντη ιστορία.
Μια ιστορία πλούσια σε απελευθερωτικά κινήματα, τα οποία πάντα κατέπνιγε η οθωμανική αυταρχικότητα και ο ατέρμονος εποικισμός της εύφορης, γόνιμης Θεσσαλικής γης, από τα παράλια της Μικράς Ασίας, ήδη από τον 14ο και 15ο αιώνα.
Ήταν αυτοί οι Οθωμανικοί επικοισμοί, οι οποίοι ανάγκασαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς να καταφύγουν στις δυσπρόσιτες και άγονες περιοχές του Πηλίου και των Αγράφων, για να ξεκινήσουν οι Θεσσαλοί από τα ορεινά τον ιερό Αγώνα της επανάστασης απέναντι στον Οθωμανικό ζυγό.
Πρώτος σταθμός στον εθνικόαπελευθερωτικό Αγώνα της Θεσσαλίας υπήρξε η επανάσταση του Μητροπολίτη Λαρίσης, Διονυσίου, ήδη από τον 16ο αιώνα.
Το κίνημα απέτυχε. Και τα πρώτα αντίποινα των κατακτητών ήταν σκληρά.
Σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμοί, αποδεκάτησαν τον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό, ενώ ανάλογη κατάληξη είχε η δεύτερη σημαντική εξέγερση που καταγράφηκε την πλούσια Θεσσαλική ιστορία το 1770, στα Ορλωφικά, που στηρίχτηκαν από την ομόδοξη Ρωσία στη σκιά του Ρωσοτουρκικού πολέμου.
Κατά τον 19ο αιώνα, αρκετοί Θεσσαλοί διακρίθηκαν στα Γράμματα και συνέβαλαν στον ξεσηκωμό του Γένους.
Ο Ρήγας Φεραίος, ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων, ο Θεοκλής Φαρμακίδης, όλοι Θεσσαλοί, Έλληνες της Διασποράς, που είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρία, έθεσαν τα θεμέλια του απελευθερωτικού Αγώνα του 1821 και ενέπνευσαν τους Θεσσαλούς.
Παρά τις ισχυρές Οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις στη Λάρισα και τα Τρίκαλα, τα χωριά του Πηλίου δεν δίστασαν να επαναστάτησουν στις αρχές Μαΐου του 1821.
Μια επανάσταση που πνίγηκε, τελικά, στο αίμα από τον Δράμαλη, ένα χρόνο αργότερα, το 1822.
Παρά την καταστολή των Θεσσαλικών Επαναστάσεων όμως, η συνεισφορά των Θεσσαλών στους Αγώνες της Στερεάς και της Πελοποννήσου υπήρξε ανεκτίμητη.
Και παρά τις ηγετικές Θεσσαλικές φυσιογνωμίες στην Επανάσταση του Γένους, η Θεσσαλία, έμενε έξω από τα σύνορα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, αφήνοντας ανεκπλήρωτη την «ιερή Ιδέα» της Εθνικής Ολοκλήρωσης.
Η ενσωμάτωση, επομένως της Θεσσαλίας στον πρωτόλειο εθνικό κορμό ήταν το πρώτο καθοριστικό βήμα για την εκπλήρωση του Εθνικού στόχου.
Και μία σπίθα στο Ανατολικό ζήτημα, αρκούσε για να ανάψει την πατριωτική φλόγα της επανάστασης στους καταπιεσμένους χριστιανικούς πληθυσμούς της Θεσσαλίας που διψούσαν για την ενσωμάτωση στην Ελλάδα.
Στη σκιά του Τουρκοαιγυπτιακού πολέμου, το 1841 η Θεσσαλία επαναστάτησε ξανά, ενώ στην επέτειο των 400 χρόνων της Τουρκικής σκλαβιάς, με αφορμή τον πόλεμο της Κριμαίας, το πάθος της επανάστασης φούντωσε και πάλι, με αποκορύφωμα τη μάχη του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου στη Καλαμπάκα το 1854.
Ήταν το 1866 όταν το επαναστατικό κίνημα στη Θεσσαλία κατέγραψε τις πρώτες της μεγάλες νίκες, στον δρόμο από τα Άγραφα ως το Μουζάκι.
Χρειάστηκαν όμως περισσότερα από 10 χρόνια και η ηρωική μάχη του Λοχαγού Κωνσταντίνου Ισχόμαχου στην ιστορική Ματαράγκα, για να πάρει σάρκα και οστά στις σκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων η ιδέα της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας στον Εθνικό κορμό.
Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, βεβαίως, διέψευσε τις προσδοκίες για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας.
Έθεσε όμως τις βάσεις για το Συνέδριο του Βερολίνου και το Πρωτόκολλο της ομώνυμης Συνθήκης το 1878, που άνοιξε τον δρόμο για τη διμερή Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης το 1881 που δικαίωνε το εθνικό όνειρο αιώνων, με την παραχώρηση στο τότε Βασίλειο της Ελλάδα των Οθομανοκρατούμενων περιοχών της Θεσσαλίας.
Και αν αυτές είναι οι γνωστές πτυχές της σύγχρονης Θεσσαλικής ιστορίας, δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς τις κρίσιμες παραμέτρους που εκτυλίχθηκαν και καταγράφηκαν στις οικονομικές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας εκείνη την περίοδο.
Είχαν άλλωστε παρέλθει μόλις 2 χρόνια από την επάνοδο της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου (μετά την 2η πτώχευση επί του Όθωνα), όπου σε σύντομο χρονικό διάστημα, το σπιθαμιαίο Ελληνικό Κράτος είχε αντλήσει σημαντικά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει τεράστια έργα υποδομής αλλά και την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών που άνηκαν στη θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε αυτό το ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, το τελευταίο που ήθελε να διακινδυνεύσει η νέα «φιλελεύθερη κυβέρνηση του Γλαδστον στη Μεγάλη Βρετανία ήταν η νηνεμία στις διεθνείς αγορές.
Παρά τη στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, λίγα χρόνια αργότερα, η επανακατάληψη της Θεσσαλίας από τον Τουρκικό στρατό με αφορμή τον «ατυχή» Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 αποτέλεσε την αφορμή να συνειδητοποιηθεί πως, αν υπήρχε η πιθανότητα να υλοποιηθούν οι εθνικοί στόχοι, τούτο θα συνέβαινε μόνο αν τα μεγαλεπήβολα και μεγαλοιδεατικά οράματα, αντικαθίσταντο από ρεαλιστικούς στόχους και προτάσεις.
Με κύριο μέλημα τον εκσυγχρονισμό του Κράτους, την εξυγίανση της οικονομίας, και πρωτίστως την ενίσχυση των θεσμών.
Οι ίδιες αυτές επιδιώξεις αποτελούν βαρύνουσας σημασίας διδάγματα και υπαγορεύουν αντίστοιχες προτεραιότητες για το σήμερα.
Προτεραιότητες που οφείλουμε να υπηρετήσουμε και να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, ακριβώς τη στιγμή που βγαίνουμε από την βαθιά οικονομική κρίση των τελευταίων 10 ετών και αποκαθιστούμε την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και την αξιοπρέπεια της χώρας μας στη διεθνή κοινότητα.
Κυρίες και Κύριοι,
Κύριε Πρόεδρε της Πανθεσσαλικής Στέγης, αγαπητέ φίλε Στέφανε Κούτρα, σε ευχαριστώ από καρδιάς για την πολύ τιμητική σου πρόσκληση να απευθύνω τον πανηγυρικό της ημέρας για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας που έγινε στις 2 Ιουλίου 1881, μετά από πολλούς αιματοβαμμένους αγώνες στα βουνά της Θεσσαλίας, τον Όλυμπο, τον Κίσαβο, τα Χάσια, τα Άγραφα, το Πήλιο και τα Μετέωρα.
Μία απελευθέρωση που καθυστέρησε περισσότερα από πενήντα χρόνια, σε σχέση με την έναρξη της Επανάστασης του 1821.
Μετά την απελευθέρωσή της, όμως, η Θεσσαλία κατάφερε να ανακτήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που της αναλογεί στο σύγχρονο νεοελληνικό κράτος. Και, παρά τον αγροτικό χαρακτήρα της Περιφέρειάς μας, συνεχίζουμε, ως Θεσσαλοί, να πρωταγωνιστούμε στην οικονομία της Χώρας, στον Πολιτισμό, στις Τέχνες και στα Γράμματα, διατηρώντας παράλληλα, ζωντανή την πλούσια παράδοσή μας, τα ήθη και τα έθιμα μας που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της πολύτιμής και πλούσιας ιστορίας μας.