Ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης στην εκδήλωση του ΔΣΑ με θέμα την αυστηροποίηση των ποινών
Ακολουθεί η ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα στην εκδήλωση της Επιστημονικής Επιτροπής του Νομικού Βήματος του ΔΣΑ με θέμα: «ΑΥΣΤΗΡΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΝΩΝ: Εργαλείο επικοινωνιακής διαχείρισης ή δικαιοπολιτική αναγκαιότητα;»
Κυρίες και Κύριοι,
Με χαρά αποδέχτηκα την πρόσκληση του Δικηγορικού Συλλόγου να συμμετέχω από κοινού με πρώην Υπουργούς Δικαιοσύνης στη σημερινή εκδήλωση.
Κυρίως γιατί όλοι οι παριστάμενοι φέρουμε από κοινού την πολιτική ευθύνη των νομοθετημάτων, όχι μόνο όπως κατατίθενται και ψηφίζονται από τη Βουλή των Ελλήνων, αλλά και όπως εξελίσσονται και τροποποιούνται αργότερα στην πάροδο του χρόνου.
Προφανώς, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως πολιτικής ηγεσίας, βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στις σχετικές εισηγήσεις των Νομοπαρασκευαστικών Επιτροπών.
Αλλά βεβαίως, στα νομοσχέδια αυτά αποτυπώνεται και η πολιτική βούληση της εκάστοτε Κυβέρνησης, οι προτεραιότητες της, ή ακόμα και ο βαθμός της θεσμικής προσέγγισης που έχει κάθε Κυβέρνηση στη νομοθέτηση, ειδικά σε νομοσχέδια όπως ο Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
Κατά τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπως είναι γνωστό, οι Κώδικες έχουν τροποποιηθεί δύο φορές, με δύο κορυφαία νομοσχέδια.
Με το Ν.4637/2019 για τη διόρθωση των εξόφθαλμων αστοχιών των Κωδίκων που θέσπισε η προηγούμενη Κυβέρνηση, ο οποίος βασίστηκε στις προτάσεις της ίδιας Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής που εισηγήθηκε τους Κώδικες του 2019.
Και τον εμβληματικό Ν. Ν.4855/2021 που αποτέλεσε το απαύγασμα ενδελεχούς επεξεργασίας από τη Διαρκή Επιτροπή Παρακολούθησης των αποτελεσμάτων που παράγουν οι νέοι Κώδικες.
Ένα σημαντικό νομοθέτημα με το οποίο εξορθολογίστηκαν –κατά την άποψή μας- οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα προς την κατεύθυνση, αφενός της αυστηροποίησης των ποινών και αφετέρου στην εξυπηρέτηση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, ως θεμελιώδους του ποινικού δικαιικού μας συστήματος.
Τον ίδιο στόχο εξυπηρέτησαν, επίσης, και άλλες νομοθετικές παρεμβάσεις επί του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τους Νόμους 4908/2022 και 4947/2022, εφαρμόζοντας σταθερά το ύψιστο δικαιοπολιτικό κριτήριο: Αυτό της προσαρμογής του δικαίου στην κοινωνική και νομική πραγματικότητα, μέσα από την διαρκή επιστημονική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από την πρακτική εφαρμογής του.
Αλλαγές που στηρίχτηκαν, επιπλέον, στο αλάνθαστο κριτήριο της αποτελεσματικότητας των ρυθμίσεων, που αξιολογούνται πάντα στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική από τους εφαρμοστές του δικαίου.
Κυρίες και Κύριοι,
Η επιλογή του ποινικού νομοθέτη δεν υπόκειται και δεν πρέπει να υπόκειται σε διελκυστίνδες. Ούτε καθορίζεται, ούτε βεβαίως πρέπει να καθορίζεται από ψευτοδιλήμματα όπως η «επικοινωνιακή διαχείριση ή δικαιοπολιτική αναγκαιότητα» καθώς είναι σαφές πως οι δικαιοπολιτικές ανάγκες είναι και παραμένουν το βασικό κριτήριο του ποινικού νομοθέτη.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο ποινικός νομοθέτης δικαιούται να είναι αποστασιοποιημένος από την ζώσα κοινωνική πραγματικότητα.
Προφανώς, ο νομοθέτης πρέπει να αφουγκράζεται την αναγκαιότητα κάθε νομοθετικής παρέμβασης σε πεδία που είτε έχουν μείνει αρρύθμιστα ή είναι ενδεχομένως ανεπαρκώς ρυθμισμένα.
Πρέπει να χορηγεί στον εφαρμοστή του δικαίου, στον κάθε δικαστή, τα πρόσφορα νομικά εργαλεία, προκειμένου να εξαντλεί την επιείκεια του ή την αυστηρότητα του ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κρινόμενης περίπτωσης.
Αυτά είναι τα παραγωγικά αίτια της βούλησης κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίες πρέπει να έχουν ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό:
Τη διορατικότητα.
Θα πρέπει δηλαδή οι ρυθμίσεις του ποινικού νομοθέτη όχι μόνο να τιμωρούν αλλά να προλαμβάνουν αξιόποινες συμπεριφορές. Να ενσωματώνουν αποτελεσματικές απαντήσεις στις νέες, στις σύγχρονες μορφές εγκλήματος, που διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή και επιφέρουν παρατεταμένη βλάβη στα θύματα εγκληματικών ενεργειών.
Εκτιμώ ότι οι αλλαγές που προτείναμε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ήταν αυτονόητες, τόσο για την κοινωνία όσο και για τον νομικό κόσμο. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι περισσότερες από τις προτάσεις μας απέσπασαν ευρύτερη πλειοψηφία από την κοινοβουλευτική δύναμη της Κυβέρνησης.
Οι πυλώνες στους οποίους στηρίχτηκε η νομοθέτηση διατάξεων των Ποινικών Κωδίκων από την παρούσα Κυβέρνηση, είναι γνωστοί και γενικά αποδεκτοί.
Πλέον, όμως, έχουν δικαιωθεί και δικαιοπολιτικά.
Οι πρόσφατες εξελίξεις σε πολύκροτες υποθέσεις δικαιώνουν πλήρως αυτές τις επιλογές, με τις οποίες είτε διευρύνεται το αξιόποινο, είτε αυξάνονται τα όρια των ποινών, ή θεσμοθετούνται νέα αδικήματα.
Αναφέρω ενδεικτικά:
- Τις διατάξεις για την προστασία των ανηλίκων και των δικαιωμάτων κοινωνικά ευάλωτων ομάδων,
- Την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, και την προστασία του περιβάλλοντος.
Μάλιστα, κάποιες από τις νομοθετικές μας επιλογές έτυχαν ομόφωνης αποδοχής από το σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων, όπως λ.χ η θεσμοθέτηση με τον Ν.4855/2021 του αδικήματος του βιασμού ανηλίκου στον Ποινικό Κώδικα όπου προβλέπεται, πλέον, η ποινή της ισόβιας κάθειρξης αντί της ποινής κάθειρξης μέχρι 15 ετών που ίσχυε πριν τη νομοθετική μας παρέμβαση.
Πρόσφατη δικαστική ετυμηγορία του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, που κινήθηκε στο πλαίσιο ποινής 5-15 ετών με βάση το διαχρονικό δίκαιο της εφαρμογής του ευμενέστερου νόμου, για το αδίκημα του βιασμού ανηλίκου, κατέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο πως όντως αυτή η νομοθετική παρέμβαση ήταν αναγκαία και εύστοχη.
Ιδίως γιατί με τα ισχύοντα σήμερα η προβλεπόμενη –μοναδική- ποινή για τον βιασμό ανηλίκου θα ήταν ισόβια κάθειρξη για κάθε ανήλικο θύμα.
Ενώ -ειρήσθω εν παρόδω- η ισόβια κάθειρξη συνεπάγεται άμεση εκτέλεση της ποινής, χωρίς καμία δυνατότητα αναστολής της ενόψει της εκδίκασης σε δεύτερο βαθμό.
Επιπλέον, κινούμενοι με νηφαλιότητα, ρεαλισμό και διορατικότητα που επικρότησε το Κοινοβούλιο με την ομόφωνη ψήφιση της διάταξης, πρωτοπορήσαμε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με τη θεσμοθέτηση της αξιόποινης πράξης της εκδικητικής πορνογραφίας.
Με την εν λόγω διάταξη επιβεβαιώθηκε πως η Κυβέρνηση διαθέτει τα αναγκαία αντανακλαστικά και αντιλαμβάνεται πλήρως την κοινωνική επιταγή για προστασία ανύποπτων θυμάτων, κυρίως –δε- ανήλικων και γυναικών, από αυτή τη σύγχρονη μορφή κυβερνοβίας. Ένα αίσθημα που έχει οδηγήσει νέους ανθρώπους ακόμα και στην αυτοκτονία.
Το ίδιο πράξαμε για τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα.
Θυμίζω τις τροποποιήσεις για την επικίνδυνη οδήγηση και για την προστασία του δασικού περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, αναβαθμίσαμε σε κακούργημα τη βασική μορφή του εγκλήματος του εμπρησμού δάσους, διευρύνοντας το αξιόποινο και σε άλλες μορφές ως αδίκημα δυνητικής διακινδύνευσης και αυξήσαμε το ανώτατο όριο των ποινών.
Παράλληλα, προτάξαμε την προστασία της κοινωνίας και των θυμάτων εγκληματικών ενεργειών με μια εμβληματική διάταξη. Αναφέρομαι στη ρύθμιση για την αύξηση των χρονικών ορίων υποχρεωτικής έκτισης ποινής για τους καταδικασθέντες για ειδεχθή κακουργήματα.
Άλλη παρέμβαση μας που χαρακτηρίστηκε ως δήθεν αυστηρή, έχει όμως σημαντικό αντίκτυπο στην πάταξη της εγκληματικότητας (λ.χ κλοπές, απάτες, πλαστογραφίες) και στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών, είναι η πρόβλεψη στο άρθρο 497 ΚΠΔ για τη δυνατότητα του δικαστηρίου να αποκλείσει την ανασταλτικότητα της έφεσης, ακόμα και σε ποινές μέχρι τρία έτη, όταν κρίνει τον καταδικασθέντα επικίνδυνο και ύποπτο τέλεσης νέων αδικημάτων.
Με αυτό το σκεπτικό, και προκειμένου να καταπολεμηθεί το οργανωμένο έγκλημα σε επίπεδο κακουργήματος ή ακόμα και πλημμελήματος, τολμήσαμε τη θεσμοθέτηση της άμεσης εκτελεστότητας ποινών που αφορούν τη δράση επιχειρησιακά δομημένων ομάδων που έχουν «εθιστεί» στην εγκληματικότητα.
Η εφαρμογή της διάταξης, η οποία δεν προσβάλλει σε καμία περίπτωση το κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητας -καθώς παραμένει ενεργό το δικαίωμα χορήγησης αναστολής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο-, συμβάλλει σε συνδυασμό με την αυξημένη αστυνόμευση στην μείωση τέτοιας μορφής εγκληματικότητας.
Εξάλλου, δεν έχει παρατηρηθεί κανένα φαινόμενο καταχρηστικής εφαρμογής της διάταξης από τις εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές, ούτε η πρακτική εφαρμογή διαφαίνεται να συγκρούεται με τη δικαιοπολιτική της στόχευση, ώστε να κριθεί αναγκαία η τροποποίησή της.
Σε κάθε περίπτωση, οι ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν έχουν επικοινωνιακή στόχευση, ούτε όμως καταρτίζονται εκτός του νομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο στοχεύουν να εφαρμοστούν.
Οι αλλαγές που προτείνουμε και οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζουμε έχουν σταθερό επίκεντρο.
Αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα είναι ο πολίτης και η προστασία του συνταγματικού του δικαιώματος για ελεύθερη, ασφαλή διαβίωση εντός του κοινωνικού συνόλου.
Με πλήρη προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τα οποία θωρακίζουμε σύμφωνα με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές διατάξεις.